οξυζενέ

οξυζενέ
το
το οξυγονούχο ύδωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. επίθ. oxygene «αυτός που περιέχει οξυγόνο» (βλ. λ. οξυγόνο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οξυζενέ — το (άκλ., λ. γαλλ.), οξυγονούχο νερό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οξυγονούχος — α, ο (ιδίως για υγρά) αυτός που περιέχει οξυγόνο («οξυγονούχο ύδωρ» [φαρμ.] διάλυμα υπεροξειδίου τού υδρογόνου που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό για τον καθαρισμό τραυμάτων, κοιν. οξυζενέ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυγόνο + ούχος (< έχω). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • πλύση — η / πλύσις, εως, ΝΜΑ [πλύνω] το να πλένει κανείς κάτι ή να πλένεται, ο καθαρισμός με νερό νεοελλ. 1. ο καθαρισμός τών ρούχων με νερό και απορρυπαντικά, η μπουγάδα («έχουμε πλύση») 2. (σχετικά με πληγές) απολυμαίνω με αντισηπτικό («πλύσεις με… …   Dictionary of Greek

  • υπεροξείδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία ανόργανων ή οργανικών χημικών ενώσεων οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους δύο άτομα οξυγόνου συνδεδεμένα μεταξύ τους με έναν απλό ομοιοπολικό χημικό δεσμό («υπεροξείδιο τού μαγνησίου») 2. φρ. «υπεροξείδιο υδρογόνου»… …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

  • οξυγονούχος — α, ο αυτός που περιέχει οξυγόνο: Οξυγονούχο νερό, αλλ. οξυζενέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”